καταξιώσατε

καταξιώσατε
καταξιόω
deem worthy
aor imperat act 2nd pl
καταξιόω
deem worthy
aor imperat act 2nd pl
κατᾱξιώσατε , καταξιόω
deem worthy
aor ind act 2nd pl (doric aeolic)
καταξιόω
deem worthy
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)
καταξιόω
deem worthy
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταξιώνω — (AM καταξιῶ όω) θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.) νεοελλ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”